- ἀδοκίμως
- ἀδόκιμοςnot legal tenderadverbialἀδόκιμοςnot legal tendermasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθόσον — και καθόσο (Α καθόσον) στο μέτρο που..., σύμφωνα με όσα..., από όσο... («καθόσον γνωρίζω, δεν θα έρθει ξανά») νεοελλ. (αδοκίμως) επειδή, διότι («δεν εργάζεται, καθόσον είναι άρρωστος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. καθ ὅσον (ενν. μέρος) < κατά +… … Dictionary of Greek
καταχρηστικός — ή, ό (Α καταχρηστικός, ή, όν) [καταχρώμαι] 1. αυτός που κάνει κατάχρηση 2. (για λέξεις ή φράσεις) αυτός που λέγεται ή γίνεται κατά παράβαση τού κανόνα ή με υπέρβαση τού αυστηρά ορθού, κακώς εφαρμοζόμενος ή χρησιμοποιούμενος 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek